- ἀψοφητί
- ἀψοφητίindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Teeteto — Para otros usos de este término, véase Teeteto (desambiguación). Teeteto, en griego Θεαίτητος, en latín Theaetetus o Theaitetos (Atenas c. 417 a. C. 369 a. C.), hijo de Eufronio, del demo ateniense de Sunión, fue un matemático … Wikipedia Español
опальство — ОПАЛЬСТВ|О (2*), А с. Ярость, гнев: приходить звѣрь. и всѣхъ надымаѥть ѡпальствомь. (ἀψοφητί!) ПНЧ 1296, 103 об.; слово о дерзости. и о ˫арости и о опальствѣ. ПрЮр XIV2, 69в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
плищевати — ПЛИЩ|ЕВАТИ (16), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Шуметь, кричать, волноваться, приходить в смятение: старець… нача имъ [разбойникам] казати вещи гл҃ѧ имъ. не плищюите вѣрѹю г(с)ви ˫ако ничтоже не скрыю ѿ васъ. (μὴ ϑορυβεῖσϑε) ПНЧ 1296, 16 об.; и сихъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος … Dictionary of Greek
μεγεθύνω — (Α μεγεθύνω) αυξάνω το μέγεθος, τον όγκο, την έκταση, τις διαστάσεις ενός αντικειμένου, τό μεγαλώνω αρχ. 1. μεγαλύνω, εγκωμιάζω, εξυμνώ 2. είμαι υψηλός ως προς το ύφος («ὁ Πλάτων τοιούτῳ τινὶ χεύματι ἀψοφητὶ ῥέων οὐδὲν ἧττον μεγεθύνεται»,… … Dictionary of Greek
χεύμα — τὸ, ΜΑ καθετί που χύνεται και ρέει, ρους, ρεύμα (α. «πολλῷ τῷ χεύματι τοῡ νάματος», Ευσ. β. «ποτάμιον... χεῡμ ὑδάτων», Ευρ. γ. «χεῡμα θαλάσσης», Αισχύλ. δ. «χεῡμα... κασσιτέροιο» χυμένος κασσίτερος, Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μτφ. α) ροή, ρύση («δένδρον … Dictionary of Greek
ԱՆԹՐՈՒՆԴ — (դս.) NBH 1 0152 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա.մ. ἁψοφητί sine strepitu Առանց թրնդիւն հանելոյ. անշշունջ. լռիկ. անձայն. սուս փուս. ... *Աստուած մինչ յանդունդս եւ ʼի ներքին ալս ոգւոց ʼի ներքս մտեալ անթրունդս. Փիլ. նխ. ՟բ.: *Անթրունդ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἀψοφητεί — indeclform (adverb) ἀψοφητί indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)